- κυκλῶσαν
- κυκλάζωgo round aboutfut part act fem acc sg (attic epic doric ionic)κυκλόωencircleaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
Καψάλης, Χρήστος — I (Μεσολόγγι; – Μεσολόγγι 1826). Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από οικογένεια προυχόντων. Ήδη από νεαρή ηλικία αναμείχθηκε στα κοινά της τουρκοκρατούμενης πόλης και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στο Μεσολόγγι. Διέθεσε ολόκληρη την… … Dictionary of Greek
Μαραθών — Αρχαία πόλη της Αττικής. Ήταν χτισμένος σε πεδιάδα με την ίδια ονομασία στα ΒΑ της πόλης των Αθηνών και έμεινε στην ιστορία κυρίως από την περίφημη μάχη που έγινε εκεί τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ. μεταξύ Αθηναίων («προμαχούντων των Ελλήνων»… … Dictionary of Greek
Ρίβολι Βερονέζε — (Rivoli Veronese). Κωμόπολη της Ιταλίας στον νομό της Βερόνας. Είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, που δεσπόζει στη δεξιά όχθη του ποταμού Αδίγη. Η κωμόπολη έχει συνδέσει το όνομά της με τη μάχη μεταξύ Αυστριακών και Γάλλων του Βοναπάρτη, στις 14… … Dictionary of Greek
πελεκώ — πελέκησα, πελεκήθηκα, πελεκημένος 1. δουλεύω ξύλο με το πελέκι ή άλλο κοφτερό όργανο. 2. μτφ., κόβω, σκοτώνω, πετσοκόβω, εξοντώνω: Τους κύκλωσαν σε μια χαράδρα και τους πελέκησαν όλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)